- διγληνος
- δίγληνοςδί-γληνος2с двойным зрачком
δίγληνοι ὦπες Theocr. — оба глаза
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δίγληνοι ὦπες Theocr. — оба глаза
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δίγληνος — δίγληνος, ον (Α) αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια … Dictionary of Greek
διγλήνως — δίγληνος with two eye balls adverbial δίγληνος with two eye balls masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγλήνους — δίγληνος with two eye balls masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)